σημειωμένος, -η, -ο, επίθ. [μτχ. του ρ. σημειώνω], σημειωμένος·
- σ’ έχω σημειωμένο, α. έχω λάβει υπόψη μου κάποια ενέργειά σου καλή ή κακή, που τη θεωρώ σοβαρή και επιφυλάσσομαι για την επιβράβευση ή την τιμωρία σου: «είσαι από τους λίγους που με βοήθησες, και σ’ έχω σημειωμένο, για να σου φερθώ ανάλογα, αν χρειαστεί || πρόσεξε καλά, γιατί σ’ έχω σημειωμένο, κι αν ξαναπείς κακό για μένα, δεν ξέρω κι εγώ τι θα κάνω!». β. ειρωνική έκφραση σε κάποιον που αγνοούμε τις συμβουλές του ή τις απειλές του: «δεν πρέπει να ξανακάνεις παρέα  μ’ αυτόν τον άνθρωπο γιατί είναι αλήτης. -Σ’ έχω σημειωμένο». Στη δεύτερη περίπτωση, το μέρος που εννοούμε πως τον έχουμε σημειωμένο είναι τ’ αρχίδια μας  ή τα παλιά μας τα παπούτσια.